Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνορχής
ἔνορχος
ἕνος
ἔνος
ἔνος2
ἔνοσις
Ἐνοσίχθων
ἑνότης
ἔνουλα
ἐνουλίζομαι
ἔνουλον
ἔνουλος
ἐνουράνιος
ἐνουρέω
ἐνουρήθρα
ἐνουσιόομαι
ἐνούσιος
ἐνοφείλω
ἐνοφθαλμιάζομαι
ἐνοφθαλμιάω
ἐνοφθαλμίζω
View word page
ἔνουλον
wound

ShortDef

wound

Debugging

Headword:
ἔνουλον
Headword (normalized):
ἔνουλον
Headword (normalized/stripped):
ενουλον
IDX:
30490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30491
Key:

Data

{'content': 'wound'}