Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐνόρχης
ἐνορχής
ἔνορχος
ἕνος
ἔνος
ἔνος2
ἔνοσις
Ἐνοσίχθων
ἑνότης
ἔνουλα
ἐνουλίζομαι
ἔνουλον
ἔνουλος
ἐνουράνιος
ἐνουρέω
ἐνουρήθρα
ἐνουσιόομαι
ἐνούσιος
ἐνοφείλω
ἐνοφθαλμιάζομαι
ἐνοφθαλμιάω
View word page
ἐνουλίζομαι
to be curly
ShortDef
to be curly
Debugging
Headword:
ἐνουλίζομαι
Headword (normalized):
ἐνουλίζομαι
Headword (normalized/stripped):
ενουλιζομαι
IDX:
30489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30490
Key:
Data
{'content': 'to be curly'}