Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνορμέω
ἐνορμίζω
ἐνόρμιον
ἐνόρμισμα
ἐνορμίτης
ἐνόρνυμι
ἐνορούω
ἐνορύσσω
ἐνόρχης
ἐνορχής
ἔνορχος
ἕνος
ἔνος
ἔνος2
ἔνοσις
Ἐνοσίχθων
ἑνότης
ἔνουλα
ἐνουλίζομαι
ἔνουλον
ἔνουλος
View word page
ἔνορχος
uncastrated, entire

ShortDef

uncastrated, entire

Debugging

Headword:
ἔνορχος
Headword (normalized):
ἔνορχος
Headword (normalized/stripped):
ενορχος
IDX:
30481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30482
Key:

Data

{'content': 'uncastrated, entire'}