Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐνορμάω
ἐνορμέω
ἐνορμίζω
ἐνόρμιον
ἐνόρμισμα
ἐνορμίτης
ἐνόρνυμι
ἐνορούω
ἐνορύσσω
ἐνόρχης
ἐνορχής
ἔνορχος
ἕνος
ἔνος
ἔνος2
ἔνοσις
Ἐνοσίχθων
ἑνότης
ἔνουλα
ἐνουλίζομαι
ἔνουλον
View word page
ἐνορχής
uncastrated
ShortDef
uncastrated
Debugging
Headword:
ἐνορχής
Headword (normalized):
ἐνορχής
Headword (normalized/stripped):
ενορχης
IDX:
30480
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30481
Key:
Data
{'content': 'uncastrated'}