Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἔνορκος
ἐνορκόω
ἐνορμάω
ἐνορμέω
ἐνορμίζω
ἐνόρμιον
ἐνόρμισμα
ἐνορμίτης
ἐνόρνυμι
ἐνορούω
ἐνορύσσω
ἐνόρχης
ἐνορχής
ἔνορχος
ἕνος
ἔνος
ἔνος2
ἔνοσις
Ἐνοσίχθων
ἑνότης
ἔνουλα
View word page
ἐνορύσσω
dig
ShortDef
dig
Debugging
Headword:
ἐνορύσσω
Headword (normalized):
ἐνορύσσω
Headword (normalized/stripped):
ενορυσσω
IDX:
30478
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30479
Key:
Data
{'content': 'dig'}