Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐνόρκιος
ἔνορκος
ἐνορκόω
ἐνορμάω
ἐνορμέω
ἐνορμίζω
ἐνόρμιον
ἐνόρμισμα
ἐνορμίτης
ἐνόρνυμι
ἐνορούω
ἐνορύσσω
ἐνόρχης
ἐνορχής
ἔνορχος
ἕνος
ἔνος
ἔνος2
ἔνοσις
Ἐνοσίχθων
ἑνότης
View word page
ἐνορούω
to leap in
ShortDef
to leap in
Debugging
Headword:
ἐνορούω
Headword (normalized):
ἐνορούω
Headword (normalized/stripped):
ενορουω
IDX:
30477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30478
Key:
Data
{'content': 'to leap in'}