Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνορκίζομαι
ἐνόρκιος
ἔνορκος
ἐνορκόω
ἐνορμάω
ἐνορμέω
ἐνορμίζω
ἐνόρμιον
ἐνόρμισμα
ἐνορμίτης
ἐνόρνυμι
ἐνορούω
ἐνορύσσω
ἐνόρχης
ἐνορχής
ἔνορχος
ἕνος
ἔνος
ἔνος2
ἔνοσις
Ἐνοσίχθων
View word page
ἐνόρνυμι
to arouse, stir up in

ShortDef

to arouse, stir up in

Debugging

Headword:
ἐνόρνυμι
Headword (normalized):
ἐνόρνυμι
Headword (normalized/stripped):
ενορνυμι
IDX:
30476
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30477
Key:

Data

{'content': 'to arouse, stir up in'}