Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνορθιάζω
ἐνόριος
ἐνορκίζομαι
ἐνόρκιος
ἔνορκος
ἐνορκόω
ἐνορμάω
ἐνορμέω
ἐνορμίζω
ἐνόρμιον
ἐνόρμισμα
ἐνορμίτης
ἐνόρνυμι
ἐνορούω
ἐνορύσσω
ἐνόρχης
ἐνορχής
ἔνορχος
ἕνος
ἔνος
ἔνος2
View word page
ἐνόρμισμα
anchorage, roadstead

ShortDef

anchorage, roadstead

Debugging

Headword:
ἐνόρμισμα
Headword (normalized):
ἐνόρμισμα
Headword (normalized/stripped):
ενορμισμα
IDX:
30474
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30475
Key:

Data

{'content': 'anchorage, roadstead'}