Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνοράω
ἐνόρειος
ἐνορθιάζω
ἐνόριος
ἐνορκίζομαι
ἐνόρκιος
ἔνορκος
ἐνορκόω
ἐνορμάω
ἐνορμέω
ἐνορμίζω
ἐνόρμιον
ἐνόρμισμα
ἐνορμίτης
ἐνόρνυμι
ἐνορούω
ἐνορύσσω
ἐνόρχης
ἐνορχής
ἔνορχος
ἕνος
View word page
ἐνορμίζω
to bring

ShortDef

to bring

Debugging

Headword:
ἐνορμίζω
Headword (normalized):
ἐνορμίζω
Headword (normalized/stripped):
ενορμιζω
IDX:
30472
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30473
Key:

Data

{'content': 'to bring'}