Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔνοπτρον
ἐνόρασις
ἐνοράω
ἐνόρειος
ἐνορθιάζω
ἐνόριος
ἐνορκίζομαι
ἐνόρκιος
ἔνορκος
ἐνορκόω
ἐνορμάω
ἐνορμέω
ἐνορμίζω
ἐνόρμιον
ἐνόρμισμα
ἐνορμίτης
ἐνόρνυμι
ἐνορούω
ἐνορύσσω
ἐνόρχης
ἐνορχής
View word page
ἐνορμάω
rush in

ShortDef

rush in

Debugging

Headword:
ἐνορμάω
Headword (normalized):
ἐνορμάω
Headword (normalized/stripped):
ενορμαω
IDX:
30470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30471
Key:

Data

{'content': 'rush in'}