Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνόπτρισις
ἔνοπτρον
ἐνόρασις
ἐνοράω
ἐνόρειος
ἐνορθιάζω
ἐνόριος
ἐνορκίζομαι
ἐνόρκιος
ἔνορκος
ἐνορκόω
ἐνορμάω
ἐνορμέω
ἐνορμίζω
ἐνόρμιον
ἐνόρμισμα
ἐνορμίτης
ἐνόρνυμι
ἐνορούω
ἐνορύσσω
ἐνόρχης
View word page
ἐνορκόω
adjure

ShortDef

adjure

Debugging

Headword:
ἐνορκόω
Headword (normalized):
ἐνορκόω
Headword (normalized/stripped):
ενορκοω
IDX:
30469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30470
Key:

Data

{'content': 'adjure'}