Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐνοπτρίζω
ἐνοπτρικοί
ἐνόπτρισις
ἔνοπτρον
ἐνόρασις
ἐνοράω
ἐνόρειος
ἐνορθιάζω
ἐνόριος
ἐνορκίζομαι
ἐνόρκιος
ἔνορκος
ἐνορκόω
ἐνορμάω
ἐνορμέω
ἐνορμίζω
ἐνόρμιον
ἐνόρμισμα
ἐνορμίτης
ἐνόρνυμι
ἐνορούω
View word page
ἐνόρκιος
oath
ShortDef
oath
Debugging
Headword:
ἐνόρκιος
Headword (normalized):
ἐνόρκιος
Headword (normalized/stripped):
ενορκιος
IDX:
30467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30468
Key:
Data
{'content': 'oath'}