Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔνοπτος
ἐνοπτρίζω
ἐνοπτρικοί
ἐνόπτρισις
ἔνοπτρον
ἐνόρασις
ἐνοράω
ἐνόρειος
ἐνορθιάζω
ἐνόριος
ἐνορκίζομαι
ἐνόρκιος
ἔνορκος
ἐνορκόω
ἐνορμάω
ἐνορμέω
ἐνορμίζω
ἐνόρμιον
ἐνόρμισμα
ἐνορμίτης
ἐνόρνυμι
View word page
ἐνορκίζομαι
make someone swear

ShortDef

make someone swear

Debugging

Headword:
ἐνορκίζομαι
Headword (normalized):
ἐνορκίζομαι
Headword (normalized/stripped):
ενορκιζομαι
IDX:
30466
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30467
Key:

Data

{'content': 'make someone swear'}