Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑνοποιέω
ἑνοποιός
ἔνοπτος
ἐνοπτρίζω
ἐνοπτρικοί
ἐνόπτρισις
ἔνοπτρον
ἐνόρασις
ἐνοράω
ἐνόρειος
ἐνορθιάζω
ἐνόριος
ἐνορκίζομαι
ἐνόρκιος
ἔνορκος
ἐνορκόω
ἐνορμάω
ἐνορμέω
ἐνορμίζω
ἐνόρμιον
ἐνόρμισμα
View word page
ἐνορθιάζω
raise up

ShortDef

raise up

Debugging

Headword:
ἐνορθιάζω
Headword (normalized):
ἐνορθιάζω
Headword (normalized/stripped):
ενορθιαζω
IDX:
30464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30465
Key:

Data

{'content': 'raise up'}