Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἔνοπλος
ἑνοποιέω
ἑνοποιός
ἔνοπτος
ἐνοπτρίζω
ἐνοπτρικοί
ἐνόπτρισις
ἔνοπτρον
ἐνόρασις
ἐνοράω
ἐνόρειος
ἐνορθιάζω
ἐνόριος
ἐνορκίζομαι
ἐνόρκιος
ἔνορκος
ἐνορκόω
ἐνορμάω
ἐνορμέω
ἐνορμίζω
ἐνόρμιον
View word page
ἐνόρειος
in the mountains
ShortDef
in the mountains
Debugging
Headword:
ἐνόρειος
Headword (normalized):
ἐνόρειος
Headword (normalized/stripped):
ενορειος
IDX:
30463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30464
Key:
Data
{'content': 'in the mountains'}