Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνοπλισμός
ἔνοπλος
ἑνοποιέω
ἑνοποιός
ἔνοπτος
ἐνοπτρίζω
ἐνοπτρικοί
ἐνόπτρισις
ἔνοπτρον
ἐνόρασις
ἐνοράω
ἐνόρειος
ἐνορθιάζω
ἐνόριος
ἐνορκίζομαι
ἐνόρκιος
ἔνορκος
ἐνορκόω
ἐνορμάω
ἐνορμέω
ἐνορμίζω
View word page
ἐνοράω
to see, remark, observe

ShortDef

to see, remark, observe

Debugging

Headword:
ἐνοράω
Headword (normalized):
ἐνοράω
Headword (normalized/stripped):
ενοραω
IDX:
30462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30463
Key:

Data

{'content': 'to see, remark, observe'}