Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνόπλιος
ἐνοπλισμός
ἔνοπλος
ἑνοποιέω
ἑνοποιός
ἔνοπτος
ἐνοπτρίζω
ἐνοπτρικοί
ἐνόπτρισις
ἔνοπτρον
ἐνόρασις
ἐνοράω
ἐνόρειος
ἐνορθιάζω
ἐνόριος
ἐνορκίζομαι
ἐνόρκιος
ἔνορκος
ἐνορκόω
ἐνορμάω
ἐνορμέω
View word page
ἐνόρασις
beholding

ShortDef

beholding

Debugging

Headword:
ἐνόρασις
Headword (normalized):
ἐνόρασις
Headword (normalized/stripped):
ενορασις
IDX:
30461
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30462
Key:

Data

{'content': 'beholding'}