Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐνοπλίζω
ἐνόπλιος
ἐνοπλισμός
ἔνοπλος
ἑνοποιέω
ἑνοποιός
ἔνοπτος
ἐνοπτρίζω
ἐνοπτρικοί
ἐνόπτρισις
ἔνοπτρον
ἐνόρασις
ἐνοράω
ἐνόρειος
ἐνορθιάζω
ἐνόριος
ἐνορκίζομαι
ἐνόρκιος
ἔνορκος
ἐνορκόω
ἐνορμάω
View word page
ἔνοπτρον
a mirror
ShortDef
a mirror
Debugging
Headword:
ἔνοπτρον
Headword (normalized):
ἔνοπτρον
Headword (normalized/stripped):
ενοπτρον
IDX:
30460
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30461
Key:
Data
{'content': 'a mirror'}