Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐνοπά
ἐνοπή
ἐνόπη
ἐνοπλίζω
ἐνόπλιος
ἐνοπλισμός
ἔνοπλος
ἑνοποιέω
ἑνοποιός
ἔνοπτος
ἐνοπτρίζω
ἐνοπτρικοί
ἐνόπτρισις
ἔνοπτρον
ἐνόρασις
ἐνοράω
ἐνόρειος
ἐνορθιάζω
ἐνόριος
ἐνορκίζομαι
ἐνόρκιος
View word page
ἐνοπτρίζω
reflect
ShortDef
reflect
Debugging
Headword:
ἐνοπτρίζω
Headword (normalized):
ἐνοπτρίζω
Headword (normalized/stripped):
ενοπτριζω
IDX:
30457
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30458
Key:
Data
{'content': 'reflect'}