Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνομόργνυμαι
ἐνοπά
ἐνοπή
ἐνόπη
ἐνοπλίζω
ἐνόπλιος
ἐνοπλισμός
ἔνοπλος
ἑνοποιέω
ἑνοποιός
ἔνοπτος
ἐνοπτρίζω
ἐνοπτρικοί
ἐνόπτρισις
ἔνοπτρον
ἐνόρασις
ἐνοράω
ἐνόρειος
ἐνορθιάζω
ἐνόριος
ἐνορκίζομαι
View word page
ἔνοπτος
visible in

ShortDef

visible in

Debugging

Headword:
ἔνοπτος
Headword (normalized):
ἔνοπτος
Headword (normalized/stripped):
ενοπτος
IDX:
30456
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30457
Key:

Data

{'content': 'visible in'}