Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνόμνυμαι
ἐνομόργνυμαι
ἐνοπά
ἐνοπή
ἐνόπη
ἐνοπλίζω
ἐνόπλιος
ἐνοπλισμός
ἔνοπλος
ἑνοποιέω
ἑνοποιός
ἔνοπτος
ἐνοπτρίζω
ἐνοπτρικοί
ἐνόπτρισις
ἔνοπτρον
ἐνόρασις
ἐνοράω
ἐνόρειος
ἐνορθιάζω
ἐνόριος
View word page
ἑνοποιός
combining in one, uniting

ShortDef

combining in one, uniting

Debugging

Headword:
ἑνοποιός
Headword (normalized):
ἑνοποιός
Headword (normalized/stripped):
ενοποιος
IDX:
30455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30456
Key:

Data

{'content': 'combining in one, uniting'}