Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνομματόω
ἐνόμνυμαι
ἐνομόργνυμαι
ἐνοπά
ἐνοπή
ἐνόπη
ἐνοπλίζω
ἐνόπλιος
ἐνοπλισμός
ἔνοπλος
ἑνοποιέω
ἑνοποιός
ἔνοπτος
ἐνοπτρίζω
ἐνοπτρικοί
ἐνόπτρισις
ἔνοπτρον
ἐνόρασις
ἐνοράω
ἐνόρειος
ἐνορθιάζω
View word page
ἑνοποιέω
combine in one, unite

ShortDef

combine in one, unite

Debugging

Headword:
ἑνοποιέω
Headword (normalized):
ἑνοποιέω
Headword (normalized/stripped):
ενοποιεω
IDX:
30454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30455
Key:

Data

{'content': 'combine in one, unite'}