Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐνομιλέω
ἐνομματόω
ἐνόμνυμαι
ἐνομόργνυμαι
ἐνοπά
ἐνοπή
ἐνόπη
ἐνοπλίζω
ἐνόπλιος
ἐνοπλισμός
ἔνοπλος
ἑνοποιέω
ἑνοποιός
ἔνοπτος
ἐνοπτρίζω
ἐνοπτρικοί
ἐνόπτρισις
ἔνοπτρον
ἐνόρασις
ἐνοράω
ἐνόρειος
View word page
ἔνοπλος
in arms, armed
ShortDef
in arms, armed
Debugging
Headword:
ἔνοπλος
Headword (normalized):
ἔνοπλος
Headword (normalized/stripped):
ενοπλος
IDX:
30453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30454
Key:
Data
{'content': 'in arms, armed'}