Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐνολισθάνω
ἔνολμος
ἐνομήρης
ἐνομιλέω
ἐνομματόω
ἐνόμνυμαι
ἐνομόργνυμαι
ἐνοπά
ἐνοπή
ἐνόπη
ἐνοπλίζω
ἐνόπλιος
ἐνοπλισμός
ἔνοπλος
ἑνοποιέω
ἑνοποιός
ἔνοπτος
ἐνοπτρίζω
ἐνοπτρικοί
ἐνόπτρισις
ἔνοπτρον
View word page
ἐνοπλίζω
adapt to
ShortDef
adapt to
Debugging
Headword:
ἐνοπλίζω
Headword (normalized):
ἐνοπλίζω
Headword (normalized/stripped):
ενοπλιζω
IDX:
30450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30451
Key:
Data
{'content': 'adapt to'}