Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνοκλάζω
ἔνολβος
ἐνολισθάνω
ἔνολμος
ἐνομήρης
ἐνομιλέω
ἐνομματόω
ἐνόμνυμαι
ἐνομόργνυμαι
ἐνοπά
ἐνοπή
ἐνόπη
ἐνοπλίζω
ἐνόπλιος
ἐνοπλισμός
ἔνοπλος
ἑνοποιέω
ἑνοποιός
ἔνοπτος
ἐνοπτρίζω
ἐνοπτρικοί
View word page
ἐνοπή
crying, shouting

ShortDef

crying, shouting

Debugging

Headword:
ἐνοπή
Headword (normalized):
ἐνοπή
Headword (normalized/stripped):
ενοπη
IDX:
30448
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30449
Key:

Data

{'content': 'crying, shouting'}