Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνοικουρέω
ἔνοινος
ἐνοινοφλύω
ἐνοινοχοέω
ἐνοκλάζω
ἔνολβος
ἐνολισθάνω
ἔνολμος
ἐνομήρης
ἐνομιλέω
ἐνομματόω
ἐνόμνυμαι
ἐνομόργνυμαι
ἐνοπά
ἐνοπή
ἐνόπη
ἐνοπλίζω
ἐνόπλιος
ἐνοπλισμός
ἔνοπλος
ἑνοποιέω
View word page
ἐνομματόω
to furnish with eyes

ShortDef

to furnish with eyes

Debugging

Headword:
ἐνομματόω
Headword (normalized):
ἐνομματόω
Headword (normalized/stripped):
ενομματοω
IDX:
30444
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30445
Key:

Data

{'content': 'to furnish with eyes'}