Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔνοικος
ἐνοικουρέω
ἔνοινος
ἐνοινοφλύω
ἐνοινοχοέω
ἐνοκλάζω
ἔνολβος
ἐνολισθάνω
ἔνολμος
ἐνομήρης
ἐνομιλέω
ἐνομματόω
ἐνόμνυμαι
ἐνομόργνυμαι
ἐνοπά
ἐνοπή
ἐνόπη
ἐνοπλίζω
ἐνόπλιος
ἐνοπλισμός
ἔνοπλος
View word page
ἐνομιλέω
to be well acquainted with

ShortDef

to be well acquainted with

Debugging

Headword:
ἐνομιλέω
Headword (normalized):
ἐνομιλέω
Headword (normalized/stripped):
ενομιλεω
IDX:
30443
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30444
Key:

Data

{'content': 'to be well acquainted with'}