Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνοικολόγος
ἐνοικονομέω
ἔνοικος
ἐνοικουρέω
ἔνοινος
ἐνοινοφλύω
ἐνοινοχοέω
ἐνοκλάζω
ἔνολβος
ἐνολισθάνω
ἔνολμος
ἐνομήρης
ἐνομιλέω
ἐνομματόω
ἐνόμνυμαι
ἐνομόργνυμαι
ἐνοπά
ἐνοπή
ἐνόπη
ἐνοπλίζω
ἐνόπλιος
View word page
ἔνολμος
sitting on the tripod

ShortDef

sitting on the tripod

Debugging

Headword:
ἔνολμος
Headword (normalized):
ἔνολμος
Headword (normalized/stripped):
ενολμος
IDX:
30441
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30442
Key:

Data

{'content': 'sitting on the tripod'}