Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνοικολογέω
ἐνοικολόγος
ἐνοικονομέω
ἔνοικος
ἐνοικουρέω
ἔνοινος
ἐνοινοφλύω
ἐνοινοχοέω
ἐνοκλάζω
ἔνολβος
ἐνολισθάνω
ἔνολμος
ἐνομήρης
ἐνομιλέω
ἐνομματόω
ἐνόμνυμαι
ἐνομόργνυμαι
ἐνοπά
ἐνοπή
ἐνόπη
ἐνοπλίζω
View word page
ἐνολισθάνω
to fall in

ShortDef

to fall in

Debugging

Headword:
ἐνολισθάνω
Headword (normalized):
ἐνολισθάνω
Headword (normalized/stripped):
ενολισθανω
IDX:
30440
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30441
Key:

Data

{'content': 'to fall in'}