Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνοικοδομία
ἐνοικολογέω
ἐνοικολόγος
ἐνοικονομέω
ἔνοικος
ἐνοικουρέω
ἔνοινος
ἐνοινοφλύω
ἐνοινοχοέω
ἐνοκλάζω
ἔνολβος
ἐνολισθάνω
ἔνολμος
ἐνομήρης
ἐνομιλέω
ἐνομματόω
ἐνόμνυμαι
ἐνομόργνυμαι
ἐνοπά
ἐνοπή
ἐνόπη
View word page
ἔνολβος
prosperous, wealthy

ShortDef

prosperous, wealthy

Debugging

Headword:
ἔνολβος
Headword (normalized):
ἔνολβος
Headword (normalized/stripped):
ενολβος
IDX:
30439
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30440
Key:

Data

{'content': 'prosperous, wealthy'}