Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐνοικιολόγος
ἐνοίκιος
ἐνοίκισμα
ἐνοικισμός
ἐνοικοδομέω
ἐνοικοδόμημα
ἐνοικοδομία
ἐνοικολογέω
ἐνοικολόγος
ἐνοικονομέω
ἔνοικος
ἐνοικουρέω
ἔνοινος
ἐνοινοφλύω
ἐνοινοχοέω
ἐνοκλάζω
ἔνολβος
ἐνολισθάνω
ἔνολμος
ἐνομήρης
ἐνομιλέω
View word page
ἔνοικος
in-dwelling: an inhabitant
ShortDef
in-dwelling: an inhabitant
Debugging
Headword:
ἔνοικος
Headword (normalized):
ἔνοικος
Headword (normalized/stripped):
ενοικος
IDX:
30433
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30434
Key:
Data
{'content': 'in-dwelling: an inhabitant'}