Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνοικίζω
ἐνοικιολόγος
ἐνοίκιος
ἐνοίκισμα
ἐνοικισμός
ἐνοικοδομέω
ἐνοικοδόμημα
ἐνοικοδομία
ἐνοικολογέω
ἐνοικολόγος
ἐνοικονομέω
ἔνοικος
ἐνοικουρέω
ἔνοινος
ἐνοινοφλύω
ἐνοινοχοέω
ἐνοκλάζω
ἔνολβος
ἐνολισθάνω
ἔνολμος
ἐνομήρης
View word page
ἐνοικονομέω
supply, furnish

ShortDef

supply, furnish

Debugging

Headword:
ἐνοικονομέω
Headword (normalized):
ἐνοικονομέω
Headword (normalized/stripped):
ενοικονομεω
IDX:
30432
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30433
Key:

Data

{'content': 'supply, furnish'}