Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνοικήτωρ
ἐνοικί
ἐνοικίδιος
ἐνοικίζω
ἐνοικιολόγος
ἐνοίκιος
ἐνοίκισμα
ἐνοικισμός
ἐνοικοδομέω
ἐνοικοδόμημα
ἐνοικοδομία
ἐνοικολογέω
ἐνοικολόγος
ἐνοικονομέω
ἔνοικος
ἐνοικουρέω
ἔνοινος
ἐνοινοφλύω
ἐνοινοχοέω
ἐνοκλάζω
ἔνολβος
View word page
ἐνοικοδομία
walling

ShortDef

walling

Debugging

Headword:
ἐνοικοδομία
Headword (normalized):
ἐνοικοδομία
Headword (normalized/stripped):
ενοικοδομια
IDX:
30429
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30430
Key:

Data

{'content': 'walling'}