Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκρεμών
ἀκρέσπερος
ἄκρη
ἀκρήβης
ἄκρηβος
ἀκρήδεμνος
ἀκρηθής
ἀκρητόχολος
ἄκρια
ἀκρία
ἀκριβάζω
ἀκρίβασμα
ἀκριβασμός
ἀκριβαστής
ἀκρίβεια
ἀκριβεύω
ἀκριβής
ἀκριβοδίκαιος
ἀκριβολογέομαι
ἀκριβολογητέον
ἀκριβολογία
View word page
ἀκριβάζω
to be proud

ShortDef

to be proud

Debugging

Headword:
ἀκριβάζω
Headword (normalized):
ἀκριβάζω
Headword (normalized/stripped):
ακριβαζω
IDX:
3042
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3043
Key:

Data

{'content': 'to be proud'}