Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐνοικέω
ἐνοικήσιμος
ἐνοίκησις
ἐνοικητήριον
ἐνοικήτωρ
ἐνοικί
ἐνοικίδιος
ἐνοικίζω
ἐνοικιολόγος
ἐνοίκιος
ἐνοίκισμα
ἐνοικισμός
ἐνοικοδομέω
ἐνοικοδόμημα
ἐνοικοδομία
ἐνοικολογέω
ἐνοικολόγος
ἐνοικονομέω
ἔνοικος
ἐνοικουρέω
ἔνοινος
View word page
ἐνοίκισμα
dwelling
ShortDef
dwelling
Debugging
Headword:
ἐνοίκισμα
Headword (normalized):
ἐνοίκισμα
Headword (normalized/stripped):
ενοικισμα
IDX:
30425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30426
Key:
Data
{'content': 'dwelling'}