Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνοίκειος
ἐνοικειόω
ἐνοικέτις
ἐνοικέω
ἐνοικήσιμος
ἐνοίκησις
ἐνοικητήριον
ἐνοικήτωρ
ἐνοικί
ἐνοικίδιος
ἐνοικίζω
ἐνοικιολόγος
ἐνοίκιος
ἐνοίκισμα
ἐνοικισμός
ἐνοικοδομέω
ἐνοικοδόμημα
ἐνοικοδομία
ἐνοικολογέω
ἐνοικολόγος
ἐνοικονομέω
View word page
ἐνοικίζω
to settle in

ShortDef

to settle in

Debugging

Headword:
ἐνοικίζω
Headword (normalized):
ἐνοικίζω
Headword (normalized/stripped):
ενοικιζω
IDX:
30422
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30423
Key:

Data

{'content': 'to settle in'}