Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐνοιδής
ἐνοίκειος
ἐνοικειόω
ἐνοικέτις
ἐνοικέω
ἐνοικήσιμος
ἐνοίκησις
ἐνοικητήριον
ἐνοικήτωρ
ἐνοικί
ἐνοικίδιος
ἐνοικίζω
ἐνοικιολόγος
ἐνοίκιος
ἐνοίκισμα
ἐνοικισμός
ἐνοικοδομέω
ἐνοικοδόμημα
ἐνοικοδομία
ἐνοικολογέω
ἐνοικολόγος
View word page
ἐνοικίδιος
domestic
ShortDef
domestic
Debugging
Headword:
ἐνοικίδιος
Headword (normalized):
ἐνοικίδιος
Headword (normalized/stripped):
ενοικιδιος
IDX:
30421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30422
Key:
Data
{'content': 'domestic'}