Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑνόζυγος
ἐνοιδέω
ἐνοιδής
ἐνοίκειος
ἐνοικειόω
ἐνοικέτις
ἐνοικέω
ἐνοικήσιμος
ἐνοίκησις
ἐνοικητήριον
ἐνοικήτωρ
ἐνοικί
ἐνοικίδιος
ἐνοικίζω
ἐνοικιολόγος
ἐνοίκιος
ἐνοίκισμα
ἐνοικισμός
ἐνοικοδομέω
ἐνοικοδόμημα
ἐνοικοδομία
View word page
ἐνοικήτωρ
inhabitant

ShortDef

inhabitant

Debugging

Headword:
ἐνοικήτωρ
Headword (normalized):
ἐνοικήτωρ
Headword (normalized/stripped):
ενοικητωρ
IDX:
30419
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30420
Key:

Data

{'content': 'inhabitant'}