Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑνοειδής
ἑνόζυγος
ἐνοιδέω
ἐνοιδής
ἐνοίκειος
ἐνοικειόω
ἐνοικέτις
ἐνοικέω
ἐνοικήσιμος
ἐνοίκησις
ἐνοικητήριον
ἐνοικήτωρ
ἐνοικί
ἐνοικίδιος
ἐνοικίζω
ἐνοικιολόγος
ἐνοίκιος
ἐνοίκισμα
ἐνοικισμός
ἐνοικοδομέω
ἐνοικοδόμημα
View word page
ἐνοικητήριον
abode

ShortDef

abode

Debugging

Headword:
ἐνοικητήριον
Headword (normalized):
ἐνοικητήριον
Headword (normalized/stripped):
ενοικητηριον
IDX:
30418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30419
Key:

Data

{'content': 'abode'}