Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑνοείδεια
ἑνοειδής
ἑνόζυγος
ἐνοιδέω
ἐνοιδής
ἐνοίκειος
ἐνοικειόω
ἐνοικέτις
ἐνοικέω
ἐνοικήσιμος
ἐνοίκησις
ἐνοικητήριον
ἐνοικήτωρ
ἐνοικί
ἐνοικίδιος
ἐνοικίζω
ἐνοικιολόγος
ἐνοίκιος
ἐνοίκισμα
ἐνοικισμός
ἐνοικοδομέω
View word page
ἐνοίκησις
a dwelling in

ShortDef

a dwelling in

Debugging

Headword:
ἐνοίκησις
Headword (normalized):
ἐνοίκησις
Headword (normalized/stripped):
ενοικησις
IDX:
30417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30418
Key:

Data

{'content': 'a dwelling in'}