Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔνοδμος
ἔνοδος
ἑνοείδεια
ἑνοειδής
ἑνόζυγος
ἐνοιδέω
ἐνοιδής
ἐνοίκειος
ἐνοικειόω
ἐνοικέτις
ἐνοικέω
ἐνοικήσιμος
ἐνοίκησις
ἐνοικητήριον
ἐνοικήτωρ
ἐνοικί
ἐνοικίδιος
ἐνοικίζω
ἐνοικιολόγος
ἐνοίκιος
ἐνοίκισμα
View word page
ἐνοικέω
to dwell in

ShortDef

to dwell in

Debugging

Headword:
ἐνοικέω
Headword (normalized):
ἐνοικέω
Headword (normalized/stripped):
ενοικεω
IDX:
30415
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30416
Key:

Data

{'content': 'to dwell in'}