Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐνόδιος
ἔνοδμος
ἔνοδος
ἑνοείδεια
ἑνοειδής
ἑνόζυγος
ἐνοιδέω
ἐνοιδής
ἐνοίκειος
ἐνοικειόω
ἐνοικέτις
ἐνοικέω
ἐνοικήσιμος
ἐνοίκησις
ἐνοικητήριον
ἐνοικήτωρ
ἐνοικί
ἐνοικίδιος
ἐνοικίζω
ἐνοικιολόγος
ἐνοίκιος
View word page
ἐνοικέτις
she who inhabits
ShortDef
she who inhabits
Debugging
Headword:
ἐνοικέτις
Headword (normalized):
ἐνοικέτις
Headword (normalized/stripped):
ενοικετις
IDX:
30414
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30415
Key:
Data
{'content': 'she who inhabits'}