Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐννωτίζομαι
ἐνόβρυζος
ἔνογκος
ἐνόδιος
ἔνοδμος
ἔνοδος
ἑνοείδεια
ἑνοειδής
ἑνόζυγος
ἐνοιδέω
ἐνοιδής
ἐνοίκειος
ἐνοικειόω
ἐνοικέτις
ἐνοικέω
ἐνοικήσιμος
ἐνοίκησις
ἐνοικητήριον
ἐνοικήτωρ
ἐνοικί
ἐνοικίδιος
View word page
ἐνοιδής
swollen
ShortDef
swollen
Debugging
Headword:
ἐνοιδής
Headword (normalized):
ἐνοιδής
Headword (normalized/stripped):
ενοιδης
IDX:
30411
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30412
Key:
Data
{'content': 'swollen'}