Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἔννωθρος
ἐννωτίζομαι
ἐνόβρυζος
ἔνογκος
ἐνόδιος
ἔνοδμος
ἔνοδος
ἑνοείδεια
ἑνοειδής
ἑνόζυγος
ἐνοιδέω
ἐνοιδής
ἐνοίκειος
ἐνοικειόω
ἐνοικέτις
ἐνοικέω
ἐνοικήσιμος
ἐνοίκησις
ἐνοικητήριον
ἐνοικήτωρ
ἐνοικί
View word page
ἐνοιδέω
swell up in
ShortDef
swell up in
Debugging
Headword:
ἐνοιδέω
Headword (normalized):
ἐνοιδέω
Headword (normalized/stripped):
ενοιδεω
IDX:
30410
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30411
Key:
Data
{'content': 'swell up in'}