Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐννύχιος
ἔννωθρος
ἐννωτίζομαι
ἐνόβρυζος
ἔνογκος
ἐνόδιος
ἔνοδμος
ἔνοδος
ἑνοείδεια
ἑνοειδής
ἑνόζυγος
ἐνοιδέω
ἐνοιδής
ἐνοίκειος
ἐνοικειόω
ἐνοικέτις
ἐνοικέω
ἐνοικήσιμος
ἐνοίκησις
ἐνοικητήριον
ἐνοικήτωρ
View word page
ἑνόζυγος
of single pairs
ShortDef
of single pairs
Debugging
Headword:
ἑνόζυγος
Headword (normalized):
ἑνόζυγος
Headword (normalized/stripped):
ενοζυγος
IDX:
30409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30410
Key:
Data
{'content': 'of single pairs'}