Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀκρελεφάντινος
ἀκρεμονικός
ἀκρεμών
ἀκρέσπερος
ἄκρη
ἀκρήβης
ἄκρηβος
ἀκρήδεμνος
ἀκρηθής
ἀκρητόχολος
ἄκρια
ἀκρία
ἀκριβάζω
ἀκρίβασμα
ἀκριβασμός
ἀκριβαστής
ἀκρίβεια
ἀκριβεύω
ἀκριβής
ἀκριβοδίκαιος
ἀκριβολογέομαι
View word page
ἄκρια
extremity
ShortDef
extremity
Debugging
Headword:
ἄκρια
Headword (normalized):
ἄκρια
Headword (normalized/stripped):
ακρια
IDX:
3040
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3041
Key:
Data
{'content': 'extremity'}