Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐννυχεύω
ἐννύχιος
ἔννωθρος
ἐννωτίζομαι
ἐνόβρυζος
ἔνογκος
ἐνόδιος
ἔνοδμος
ἔνοδος
ἑνοείδεια
ἑνοειδής
ἑνόζυγος
ἐνοιδέω
ἐνοιδής
ἐνοίκειος
ἐνοικειόω
ἐνοικέτις
ἐνοικέω
ἐνοικήσιμος
ἐνοίκησις
ἐνοικητήριον
View word page
ἑνοειδής
single, simple

ShortDef

single, simple

Debugging

Headword:
ἑνοειδής
Headword (normalized):
ἑνοειδής
Headword (normalized/stripped):
ενοειδης
IDX:
30408
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30409
Key:

Data

{'content': 'single, simple'}