Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἕννυμι
ἐννυχεύω
ἐννύχιος
ἔννωθρος
ἐννωτίζομαι
ἐνόβρυζος
ἔνογκος
ἐνόδιος
ἔνοδμος
ἔνοδος
ἑνοείδεια
ἑνοειδής
ἑνόζυγος
ἐνοιδέω
ἐνοιδής
ἐνοίκειος
ἐνοικειόω
ἐνοικέτις
ἐνοικέω
ἐνοικήσιμος
ἐνοίκησις
View word page
ἑνοείδεια
singleness
ShortDef
singleness
Debugging
Headword:
ἑνοείδεια
Headword (normalized):
ἑνοείδεια
Headword (normalized/stripped):
ενοειδεια
IDX:
30407
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30408
Key:
Data
{'content': 'singleness'}