Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐννυκτερεύω
ἕννυμι
ἐννυχεύω
ἐννύχιος
ἔννωθρος
ἐννωτίζομαι
ἐνόβρυζος
ἔνογκος
ἐνόδιος
ἔνοδμος
ἔνοδος
ἑνοείδεια
ἑνοειδής
ἑνόζυγος
ἐνοιδέω
ἐνοιδής
ἐνοίκειος
ἐνοικειόω
ἐνοικέτις
ἐνοικέω
ἐνοικήσιμος
View word page
ἔνοδος
visit
ShortDef
visit
Debugging
Headword:
ἔνοδος
Headword (normalized):
ἔνοδος
Headword (normalized/stripped):
ενοδος
IDX:
30406
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30407
Key:
Data
{'content': 'visit'}