Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐννότιος
ἐννυκτερεύω
ἕννυμι
ἐννυχεύω
ἐννύχιος
ἔννωθρος
ἐννωτίζομαι
ἐνόβρυζος
ἔνογκος
ἐνόδιος
ἔνοδμος
ἔνοδος
ἑνοείδεια
ἑνοειδής
ἑνόζυγος
ἐνοιδέω
ἐνοιδής
ἐνοίκειος
ἐνοικειόω
ἐνοικέτις
ἐνοικέω
View word page
ἔνοδμος
sweet-smelling, fresh

ShortDef

sweet-smelling, fresh

Debugging

Headword:
ἔνοδμος
Headword (normalized):
ἔνοδμος
Headword (normalized/stripped):
ενοδμος
IDX:
30405
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30406
Key:

Data

{'content': 'sweet-smelling, fresh'}